- ἀετῶδες
- ἀ̱ετῶδες , ἀετώδηςeagle-likemasc/fem voc sgἀ̱ετῶδες , ἀετώδηςeagle-likeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αετώδης — ες (Α ἀετώδης) [ἀετός] ο όμοιος με αετό, αετόμορφος αρχ. φρ. «ἀετῶδες βλέπω», βλέπω τόσο καλά όσο ο αετός, έχω δυνατή όραση … Dictionary of Greek